- καταβεβρίθασι
- καταβεβρί̱θᾱσι , καταβρίθωto be heavily ladenperf ind act 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταβρίθω — (Α) 1. είμαι πολύ βαριά φορτωμένος («εἰροκόποι δ ὄϊες μαλλοῑς καταβεβρίθασι», Ησίοδ.) 2. καταβαρύνω, καταπιέζω («ὄλβῳ μὲν πάντας κε καταβρίθοι βασιλῆας», Θεόκρ.) 3. καταστρατηγώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βρίθω «είμαι γεμάτος»] … Dictionary of Greek
μαλλός — μαλλός, ὁ (ΑM) τρίχωμα προβάτου, έριο, μαλλί («εἰροπόκοι δ ὄιες μαλλοῑς καταβεβρίθασι», Ησίοδ.) μσν. μτφ. βρύα αρχ. 1. βόστρυχος, πλόκαμος («στέφετε λευκοτρίχων πλοκάμων μαλλοῑς», Ευρ.) 2. (στον πληθ. ως κύριο όν.) oἱ Μαλλοί λαός τής Ινδίας ο… … Dictionary of Greek